- εὐθύτομος
- εὐθῠτομος, -ον1 straight cut εὐθύτομον τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν (εὐθύτονον e Σ coni. Er. Schmid) P. 5.90
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ευθύτομος — εὐθύτομος, ον (ΑΜ) 1. ο κομμένος ίσια 2. ομαλός, επίπεδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + τομος < τέμνω] … Dictionary of Greek
εὐθυτόμως — εὐθύτομος cut straight adverbial εὐθύτομος cut straight masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύτομον — εὐθύτομος cut straight masc/fem acc sg εὐθύτομος cut straight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύτομα — εὐθύτομος cut straight neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
ευθυτομία — εὐθυτομία, ἡ (Α) [ευθύτομος] η ευθεία χειρουργική τομή … Dictionary of Greek
ευθυτομώ — εὐθυτομῶ, έω (ΑΜ) [ευθύτομος] μσν. ορθοτομώ, χαράζω τον ορθό δρόμο στην πίστη αρχ. κάνω ευθεία τομή σε εγχείρηση … Dictionary of Greek